μηχανουργικός

μηχανουργικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη μηχανουργία ή το μηχανουργό: Μηχανουργική μελέτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μηχανουργικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηχανουργία ή στον μηχανουργό («μηχανουργικά εργαλεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον Φ. Φουρναράκη] …   Dictionary of Greek

  • Σεούλ — (Κιονγκσόνγκ). Πόλη (9.645.932 κάτ.), πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Κορέας και της ομώνυμης επαρχίας (605 τ. χλμ.) που εκτείνεται γύρω από την πόλη και περιλαμβάνει τα άμεσα περίχωρα με τα προάστια και τα αστικά κέντρα που εξαρτιούνται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”